Κειτούκειτος

Κειτούκειτος
Κειτούκειτος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κειτούκειτος — Κειτούκειτος, ὁ (Α) κωμικό όνομα τού γραμματικού Ουλπιανού, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώγει κανένα φαγητό αν δεν ρωτούσε «κεῑται ἤ οὐ κεῑται;» Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κεῖται ἤοὐ κεῖται;] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”